↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαμπανιέρα οι σαμπανιέρες
      γενική της σαμπανιέρας
    αιτιατική τη σαμπανιέρα τις σαμπανιέρες
     κλητική σαμπανιέρα σαμπανιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαμπανιέρα < σαμπάν(ια) + -ιέρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sam.paˈɲe.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μπα‐νιέ‐ρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαμπανιέρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία