σαμαράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαμαράκι | τα | σαμαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σαμαράκι | τα | σαμαράκια |
κλητική | σαμαράκι | σαμαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαμαράκι < υποκοριστικό του σαμάρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαμαράκι ουδέτερο
- μικρό σαμάρι
- μικρή υπερύψωση σε δρόμο, κάθετη στην πορεία των οχημάτων, που, είτε αποτελεί κακοτεχνία, είτε χρησιμεύει για να επιβάλλει, με έμμεσο τρόπο, τη μείωση της ταχύτητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαμαράκι
|