• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σαμάρωμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαμάρωμα τα σαμαρώματα
      γενική του σαμαρώματος των σαμαρωμάτων
    αιτιατική το σαμάρωμα τα σαμαρώματα
     κλητική σαμάρωμα σαμαρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σαμάρωμα < σαμαρώνω + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαμάρωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαμαρώνω

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • επίσαξη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη σαμάρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σαμάρωμα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σαμάρωμα&oldid=5511668"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:49

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Φεβρουαρίου 2022, στις 10:49.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας