σαλότο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαλότο | τα | σαλότα |
γενική | του | σαλότου | των | σαλότων |
αιτιατική | το | σαλότο | τα | σαλότα |
κλητική | σαλότο | σαλότα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαλότο < (λόγιο δάνειο) ιταλική salotto με ορθογραφική απλοποίηση των δύο ⟨ττ⟩
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαλότο ουδέτερο
- (σπάνιο) σαλόνι υποδοχής
- ※ Στην αντικάμαρα, μπροστά στο σαλότο όπου γινόταν η σύσκεψη, έστεκαν όρθιοι οι υπασπιστές κι οι υπηρέτες των αρχόντων που συνεδρίαζαν πίσω από την κλειστή πόρτα. (Αλέξης Πανσέληνος Ζαΐδα, Η καμήλα στα χιόνια, 1996 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σαλότο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)