Ετυμολογία

επεξεργασία
salotto < sal(a) + -otto

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

salotto (it)

  1. σαλόνι, σαλόνι υποδοχής, (σπάνιο: σαλότο)
  2. σαλόνι, σαλόν
    ⮡  salotto letterario - λογοτεχνικό σαλόνι
  3. (έπιπλο) σειρά, ομάδα επίπλων σαλονιού