↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαλιάρισμα τα σαλιαρίσματα
      γενική του σαλιαρίσματος των σαλιαρισμάτων
    αιτιατική το σαλιάρισμα τα σαλιαρίσματα
     κλητική σαλιάρισμα σαλιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαλιάρισμα < σαλιαρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαλιάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία