Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαλιάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαλιάρισμα
τα
σαλιαρίσμα
τ
α
γενική
του
σαλιαρίσμα
τ
ος
των
σαλιαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σαλιάρισμα
τα
σαλιαρίσμα
τ
α
κλητική
σαλιάρισμα
σαλιαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαλιάρισμα
<
σαλιαρίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαλιάρισμα
ουδέτερο
η
ερωτοτροπία
, το
φλερτ
που σε τρίτους μπορεί να φανεί ανόητη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαλιάρισμα
γαλλικά
:
bécotage
(fr)