Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σάλιωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σάλιωμα
τα
σαλιώμα
τ
α
γενική
του
σαλιώμα
τ
ος
των
σαλιωμά
τ
ων
αιτιατική
το
σάλιωμα
τα
σαλιώμα
τ
α
κλητική
σάλιωμα
σαλιώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σάλιωμα
<
σαλιώ(νω)
+
-μα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈsa.ʎo.ma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σάλιωμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
σαλιώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σάλιωμα