Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαλιώνω < σάλιο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

σαλιώνω, πρτ.: σάλιωνα, στ.μέλλ.: θα σαλιώσω, αόρ.: σάλιωσα, μτχ.π.π.: σαλιωμένος

  1. απλώνω σάλιο πάνω σε κάτι
    σάλιωσε το γραμματόσημο με τη γλώσσα του και το κόλλησε πάνω στο φάκελο

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία