Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρυζόνερο τα ρυζόνερα
      γενική του ρυζόνερου των ρυζόνερων
    αιτιατική το ρυζόνερο τα ρυζόνερα
     κλητική ρυζόνερο ρυζόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρυζόνερο < ρύζ(ι) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρυζόνερο ουδέτερο

  • διάλυμα με άμυλο που λαμβάνεται με τη στράγγιση του βρασμένου ρυζιού ή βράζοντας το ρύζι έως ότου να διαλυθεί εντελώς μέσα στο νερό, ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη θεραπεία της διάρροιας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία