↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρυζόμυλος οι ρυζόμυλοι
      γενική του ρυζόμυλου των ρυζόμυλων
    αιτιατική τον ρυζόμυλο τους ρυζόμυλους
     κλητική ρυζόμυλε ρυζόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρυζόμυλος < ρύζι + -ο- + μύλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρυζόμυλος αρσενικό

  • ρυζόμυλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ρυζόμυλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία