ρυζέλαιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρυζέλαιο | τα | ρυζέλαια |
γενική | του | ρυζέλαιου & ρυζελαίου |
των | ρυζέλαιων & ρυζελαίων |
αιτιατική | το | ρυζέλαιο | τα | ρυζέλαια |
κλητική | ρυζέλαιο | ρυζέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρυζέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρυζέλαιο