Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρουκετοπόλεμος οι ρουκετοπόλεμοι
      γενική του ρουκετοπόλεμου των ρουκετοπόλεμων
    αιτιατική τον ρουκετοπόλεμο τους ρουκετοπόλεμους
     κλητική ρουκετοπόλεμε ρουκετοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρουκετοπόλεμος < ρουκέτ(α) + -ο- + -πόλεμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρουκετοπόλεμος αρσενικό

  1. πόλεμος που επιχειρείται με ρουκέτες
  2. παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο της Χίου
    το έθιμο του ρουκετοπολέμου ανάγεται από τουρκοκρατίας μεταξύ δύο ενοριών του χωριού Βροντάδο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία