ρουκετοπόλεμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρουκετοπόλεμος αρσενικό
- πόλεμος που επιχειρείται με ρουκέτες
- παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο της Χίου
- το έθιμο του ρουκετοπολέμου ανάγεται από τουρκοκρατίας μεταξύ δύο ενοριών του χωριού Βροντάδο.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρουκετοπόλεμος
|