ροξάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ροξάκι | τα | ροξάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ροξάκι | τα | ροξάκια |
κλητική | ροξάκι | ροξάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ροξάκι < ροξ + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾoˈksa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐ξά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαροξάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροξάκι
|