ρομάτζο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρομάτζο | τα | ρομάτζα |
γενική | του | ρομάτζου | των | ρομάτζων |
αιτιατική | το | ρομάτζο | τα | ρομάτζα |
κλητική | ρομάτζο | ρομάτζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρομάτζο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρομάτζο
→ δείτε τη λέξη ρομάντζο |