ροδοειδή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ροδοειδή | ||
γενική | των | ροδοειδών | ||
αιτιατική | τα | ροδοειδή | ||
κλητική | ροδοειδή | |||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ροδοειδή < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ροδοειδής < ελληνιστική κοινή ῥοδοειδής < αρχαία ελληνική ῥόδον + εἶδος
Επίθετο
επεξεργασίαροδοειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ρόδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροδοειδή
|
Πηγές
επεξεργασία- ροδοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ροδοειδή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)