ρεκλαματζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.kla.maˈd͡zis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεκλαματζής αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ρεκλαμαδόρος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ρεκλάμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεκλαματζής
|