ρεζουμέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεζουμέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική résumé < résumer < λατινική resumere < resumo < re- + sumo < sub + emo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁em- (παίρνω, μοιράζω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.zuˈme/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐ζου‐μέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεζουμέ ουδέτερο άκλιτο