resumo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | resumo | resumoj |
αιτιατική | resumon | resumojn |
resumo (eo)
- η περίληψη
- mallonga resumo - σύντομη περίληψη
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
resumo (pt)