Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεβέρσα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
ο παίκτης με το 12 σουτάρει με ρεβέρσα(1)

ρεβέρσα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία