ρεβέρσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεβέρσα | οι | ρεβέρσες |
γενική | της | ρεβέρσας | των | (ρεβερσών) |
αιτιατική | τη | ρεβέρσα | τις | ρεβέρσες |
κλητική | ρεβέρσα | ρεβέρσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεβέρσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεβέρσα θηλυκό
- είδος βολής στο μπάσκετ