ραφανίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραφανίδα < (υποκοριστικό) αρχαία ελληνική ῥάφανος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραφανίδα θηλυκό ή ραφανίς
- αρχαία ελληνική λέξη για το ραπανάκι
- ραφανίδα η ελαιοφόρος (Fodder radish στα αγγλικά, radis oléifère στα γαλλικά)[1]
εκφράσεις επεξεργασία
- διέφυγε ραφανίδι την πυγήν βεβυσμένος, Λουκιανός, Περί της Περεγρίνου τελευτής]
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 86/153/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 1986 για την απαλλαγή της Ελλάδας από την εφαρμογή, σε ορισμένα είδη, των οδηγιών 66/401/ΕΟΚ, 66/402/ΕΟΚ και 69/208/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την εμπορία των σπόρων προς σπορά των κτηνοτροφικών φυτών, των σιτηρών και των ελαιούχων και κλωστικών φυτών