ραντεβουδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραντεβουδάκι | τα | ραντεβουδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ραντεβουδάκι | τα | ραντεβουδάκια |
κλητική | ραντεβουδάκι | ραντεβουδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραντεβουδάκι < ραντεβ(ού) + υποκοριστικό επίθημα -ουδάκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραντεβουδάκι ουδέτερο
- ερωτικό ραντεβού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ραντεβού