ρακόμελη
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρακόμελη θηλυκό
- ποτό κυκλαδίτικων νησιών και της Κρήτης, που παρασκευάζεται με ψήσιμο ρακής και ζάχαρης ή μελιού σε διάφορες παραλλαγές, με προσθήκη μπαχαρικών ή βοτάνων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ※ να ψήνω τη ρακόμελη όνταν θα πέφτει χιόνι | να πίνω και να τραουδώ μαζί με τσι γειτόνοι (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ρακόμελη
|