ρακαριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρακαριό | τα | ρακαριά |
γενική | του | ρακαριού | των | ρακαριών |
αιτιατική | το | ρακαριό | τα | ρακαριά |
κλητική | ρακαριό | ρακαριά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαρακαριό ουδέτερο
- (ιδιωματικό) καζάνι της ρακής ή οίκημα στο οποίο αποστάζεται ρακή
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ρακή
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρακαριό
|