ραιβόκρανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραιβόκρανο ουδέτερο
- (ιατρική) η κλίση του κεφαλιού από τη μια πλευρά και το ανασήκωμα του πηγουνιού προς την αντίθετη, η οποία οφείλεται στη σύσπαση των μυών του αυχένα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραιβόκρανο
|