Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραιβόκρανο τα ραιβόκρανα
      γενική του ραιβοκράνου
ραιβόκρανου
των ραιβοκράνων
    αιτιατική το ραιβόκρανο τα ραιβόκρανα
     κλητική ραιβόκρανο ραιβόκρανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραιβόκρανο < ραιβός + κρανίο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραιβόκρανο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία