Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδιοτηλεσκόπιο τα ραδιοτηλεσκόπια
      γενική του ραδιοτηλεσκοπίου
ραδιοτηλεσκόπιου
των ραδιοτηλεσκοπίων
    αιτιατική το ραδιοτηλεσκόπιο τα ραδιοτηλεσκόπια
     κλητική ραδιοτηλεσκόπιο ραδιοτηλεσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραδιοτηλεσκόπιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραδιοτηλεσκόπιο ουδέτερο

  • μορφή κατευθυντικής ραδιοφωνικής κεραίας που χρησιμοποιείται στη ραδιοαστρονομία, αλλά και στην παρακολούθηση τεχνητών δορυφόρων ή διαστημικών σκαφών και στη συλλογή των δεδομένων που μεταδίνουν στη Γη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία