ραβδιστήρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραβδιστήρι | τα | ραβδιστήρια |
γενική | του | ραβδιστηριού | των | ραβδιστηριών |
αιτιατική | το | ραβδιστήρι | τα | ραβδιστήρια |
κλητική | ραβδιστήρι | ραβδιστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ραβδιστήρι ουδέτερο
- ραβδί με το οποίο χτυπάμε τους καρπούς από τα δέντρα για να πέσουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραβδιστήρι
|