Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραβδάκι τα ραβδάκια
      γενική
    αιτιατική το ραβδάκι τα ραβδάκια
     κλητική ραβδάκι ραβδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ραβδάκι < ραβδ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ραβδάκι ουδέτερο

  1. μικρό ραβδί ή ομοίωμα ραβδιού
  2. το ραβδί (χαϊδευτικά)
    δεν υπάρχουν νεράιδες για να σε ακουμπήσουν με το μαγικό ραβδάκι τους και να σε μεταμορφώσουν σε πριγκίπισσα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ραβδί