ραβασάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ραβασάκι | τα | ραβασάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ραβασάκι | τα | ραβασάκια |
κλητική | ραβασάκι | ραβασάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ραβασάκι < ραβάσιν < ή από το τουρκικό revaç που αναφέρεται ως ραυάσιο και που ήταν ξύλο για μέτρημα και λογαριασμούς (και πήρε μετά την έννοια του εγγράφου) ή από σλαβική ραβάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραβασάκι ουδέτερο
- η ερωτική επιστολή που στέλνει ο ερωτευμένος χωρίς να γίνει αντιληπτός από τρίτους
- (υποτιμητικά) το σημείωμα με δυσάρεστο για τον παραλήπτη περιεχόμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ραβασάκι