Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πωλησιμότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πωλησιμότητ
α
οι
πωλησιμότητ
ες
γενική
της
πωλησιμότητ
ας
των
πωλησιμοτήτ
ων
αιτιατική
την
πωλησιμότητ
α
τις
πωλησιμότητ
ες
κλητική
πωλησιμότητ
α
πωλησιμότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πωλησιμότητα
<
πωλήσιμος
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πωλησιμότητα
θηλυκό
(
λόγιο
,
σπάνιο
) η
ιδιότητα
του
πωλήσιμου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πωλησιμότητα
αγγλικά
:
saleability
(en)
,
salability
(en)