↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτερύγωμα τα πτερυγώματα
      γενική του πτερυγώματος των πτερυγωμάτων
    αιτιατική το πτερύγωμα τα πτερυγώματα
     κλητική πτερύγωμα πτερυγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πτερύγωμα < ελληνιστική κοινή πτερύγωμα[1] < αρχαία ελληνική πτέρυξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πτερύγωμα ουδέτερο

  1. (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του πτέρωμα
  2. (αρχαιοπρεπές, αρχιτεκτονική) το περιστύλιο / περίστυλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πτερύγωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.