Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόπαππος οἱ πρόπαπποι
      γενική τοῦ προπάππου τῶν προπάππων
      δοτική τῷ προπάππ τοῖς προπάπποις
    αιτιατική τὸν πρόπαππον τοὺς προπάππους
     κλητική ! πρόπαππε πρόπαπποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προπάππω
γεν-δοτ τοῖν  προπάπποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόπαππος < πρό- + πάππος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόπαππος, -ου αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία