Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρόθυρον τὰ πρόθυρ
      γενική τοῦ προθύρου τῶν προθύρων
      δοτική τῷ προθύρ τοῖς προθύροις
    αιτιατική τὸ πρόθυρον τὰ πρόθυρ
     κλητική ! πρόθυρον πρόθυρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προθύρω
γεν-δοτ τοῖν  προθύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόθυρον < πρό- + θύρ(α) + -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόθυρον, -ου ουδέτερο

  1. μπροστινή πόρτα που οδηγεί σε αυλή
  2. χώρος (όπως υπόστεγο ή βεράντα) πριν από την πόρτα

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία