πρωτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρωτάκι | τα | πρωτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πρωτάκι | τα | πρωτάκια |
κλητική | πρωτάκι | πρωτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτάκι < πρώτος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτάκι ουδέτερο
- παιδί που πάει στην πρώτη τάξη του δημοτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρωτάκι
|