Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προύμνη αἱ προῦμναι
      γενική τῆς προύμνης τῶν προυμνῶν
      δοτική τῇ προύμν ταῖς προύμναις
    αιτιατική τὴν προύμνην τὰς προύμνᾱς
     κλητική ! προύμνη προῦμναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προύμν
γεν-δοτ τοῖν  προύμναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προύμνη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία