Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προφυλακισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
προφυλακισμ
ός
οι
προφυλακισμ
οί
γενική
του
προφυλακισμ
ού
των
προφυλακισμ
ών
αιτιατική
τον
προφυλακισμ
ό
τους
προφυλακισμ
ούς
κλητική
προφυλακισμ
έ
προφυλακισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προφυλακισμός
<
προφυλακίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προφυλακισμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
προφυλάκιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προφυλακισμός
→
δείτε
τη λέξη
προφυλάκιση