προφέσορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προφέσορας | οι | προφέσορες & προφεσόροι |
γενική | του | προφέσορα | των | προφεσόρων |
αιτιατική | τον | προφέσορα | τους | προφέσορες & προφεσόρους |
κλητική | προφέσορα | προφέσορες & προφεσόροι | ||
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. Δείτε και προφεσόρος. | ||||
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπροφέσορας αρσενικό (θηλυκό: προφεσόρα)
- (συνήθως ειρωνικά) καθηγητής (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
- ※ Ανάθεμά τους για προφεσόροι. Κληρονομιά τους θαρρούν πως είναι όλα τα ιδρύματα. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προφέσορας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προφέσορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας