↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προφέσορας οι προφέσορες
& προφεσόροι
      γενική του προφέσορα των προφεσόρων
    αιτιατική τον προφέσορα τους προφέσορες
& προφεσόρους
     κλητική προφέσορα προφέσορες
& προφεσόροι
Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό.
Δείτε και προφεσόρος.
Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προφέσορας < (λόγιο δάνειο) γερμανική Professor + -ας κατά τα ουσιαστικά σε -ωρ, -ορας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προφέσορας αρσενικό (θηλυκό: προφεσόρα)

  • (συνήθως ειρωνικά) καθηγητής (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
    ※  Ανάθεμά τους για προφεσόροι. Κληρονομιά τους θαρρούν πως είναι όλα τα ιδρύματα. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία