Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφεσόρος < γερμανική Professor + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προφεσόρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία