προφεσόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προφεσόρος αρσενικό
- άλλη μορφή του προφέσορας
Μεταφράσεις επεξεργασία
προφεσόρος
→ δείτε τη λέξη προφέσορας |
προφεσόρος αρσενικό
→ δείτε τη λέξη προφέσορας |