προσωπομετρική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωπομετρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου προσωπομετρικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσωπομετρική θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωπομετρική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπροσωπομετρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του προσωπομετρικός