προσωπολήπτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωπολήπτης < (ελληνιστική κοινή) προσωπολήπτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσωπολήπτης αρσενικό
- αυτός που προσωποληπτεί
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεροληπτικός
Αντώνυμα
επεξεργασία- απροσωπόληπτος
- → δείτε τη λέξη αμερόληπτος
Συγγενικά
επεξεργασία- απροσωπόληπτα
- απροσωπόληπτος
- απροσωποληψία
- προσωποληπτώ
- προσωποληψία
- → δείτε τις λέξεις πρόσωπο και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωπολήπτης
|