Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προσωπολήπτης οι προσωπολήπτες
      γενική του προσωπολήπτη των προσωποληπτών
    αιτιατική τον προσωπολήπτη τους προσωπολήπτες
     κλητική προσωπολήπτη προσωπολήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσωπολήπτης < (ελληνιστική κοινήπροσωπολήπτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προσωπολήπτης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία