προσωποληπτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσωποληπτώ < (ελληνιστική κοινή) προσωποληπτέω / προσωποληπτῶ
Ρήμα
επεξεργασίαπροσωποληπτώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσωπολήπτης, πρόσωπο και λαμβάνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προσωποληπτώ | προσωποληπτούσα | θα προσωποληπτώ | να προσωποληπτώ | προσωποληπτώντας | |
β' ενικ. | προσωποληπτείς | προσωποληπτούσες | θα προσωποληπτείς | να προσωποληπτείς | (προσωπολήπτει) | |
γ' ενικ. | προσωποληπτεί | προσωποληπτούσε | θα προσωποληπτεί | να προσωποληπτεί | ||
α' πληθ. | προσωποληπτούμε | προσωποληπτούσαμε | θα προσωποληπτούμε | να προσωποληπτούμε | ||
β' πληθ. | προσωποληπτείτε | προσωποληπτούσατε | θα προσωποληπτείτε | να προσωποληπτείτε | προσωποληπτείτε | |
γ' πληθ. | προσωποληπτούν(ε) | προσωποληπτούσαν(ε) | θα προσωποληπτούν(ε) | να προσωποληπτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προσωπολήπτησα | θα προσωποληπτήσω | να προσωποληπτήσω | προσωποληπτήσει | ||
β' ενικ. | προσωπολήπτησες | θα προσωποληπτήσεις | να προσωποληπτήσεις | προσωπολήπτησε | ||
γ' ενικ. | προσωπολήπτησε | θα προσωποληπτήσει | να προσωποληπτήσει | |||
α' πληθ. | προσωποληπτήσαμε | θα προσωποληπτήσουμε | να προσωποληπτήσουμε | |||
β' πληθ. | προσωποληπτήσατε | θα προσωποληπτήσετε | να προσωποληπτήσετε | προσωποληπτήστε | ||
γ' πληθ. | προσωπολήπτησαν προσωποληπτήσαν(ε) |
θα προσωποληπτήσουν(ε) | να προσωποληπτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προσωποληπτήσει | είχα προσωποληπτήσει | θα έχω προσωποληπτήσει | να έχω προσωποληπτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προσωποληπτήσει | είχες προσωποληπτήσει | θα έχεις προσωποληπτήσει | να έχεις προσωποληπτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προσωποληπτήσει | είχε προσωποληπτήσει | θα έχει προσωποληπτήσει | να έχει προσωποληπτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προσωποληπτήσει | είχαμε προσωποληπτήσει | θα έχουμε προσωποληπτήσει | να έχουμε προσωποληπτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προσωποληπτήσει | είχατε προσωποληπτήσει | θα έχετε προσωποληπτήσει | να έχετε προσωποληπτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προσωποληπτήσει | είχαν προσωποληπτήσει | θα έχουν προσωποληπτήσει | να έχουν προσωποληπτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσωποληπτώ
|