προσέγχυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσέγχυμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosenchyma < ελληνιστική κοινή ἔγχυμα < ἐγχύνω < αρχαία ελληνική ἐγχέω < χέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσέγχυμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσέγχυμα