προπληρωμένη κάρτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπληρωμένη κάρτα < προπληρωμένη + κάρτα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prepaid card
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαπροπληρωμένη κάρτα θηλυκό
- (οικονομία) πλαστική κάρτα που χρησιμοποιείται στη διενέργεια συναλλαγών, της οποίας η χρηματική - αγοραστική αξία είναι προπληρωμένη κι αποθηκευμένη στην ίδια την κάρτα και όχι σε εξωτερικό λογαριασμό (όπως συμβαίνει με τη χρεωστική κάρτα) σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα