προορατικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προορατικότης | αἱ | προορατικότητες | ||||
γενική | τῆς | προορατικότητος | τῶν | προορατικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | προορατικότητι | ταῖς | προορατικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προορατικότητα | τὰς | προορατικότητας | ||||
κλητική ὦ! | προορατικότης | προορατικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προορατικότης (μαρτυρείται από το 1874) [1] < προορατικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροορατικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 850, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου