↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προξενευτής οι προξενευτές
      γενική του προξενευτή των προξενευτών
    αιτιατική τον προξενευτή τους προξενευτές
     κλητική προξενευτή προξενευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προξενευτής < προξενεύ(ω) + -τής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.kse.neˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐ξε‐νευ‐τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προξενευτής αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία