προξενευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προξενευτής < προξενεύ(ω) + -τής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.kse.neˈftis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ξε‐νευ‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροξενευτής αρσενικό
- (προφορικό) άλλη μορφή του προξενητής
- ※ Ανύπαντρος προξενευτής, για λόγου του πασκίζει
- Παροιμία από την Καρυά Κορινθίας, μέσω του repository.kentrolaografias.gr
- ※ Ένας νέος, καλός νοικοκύρης, λεβεντάνθρωπος, όχι όμως καλόσειρος, έστειλε προξενευτή έναν θείο του, να ζητήσει ενός καλόσειρου την κόρη.
- Νίκος Κοπάσης, Η μαντινάδα του γαμπρού, Χανιώτικα Νέα, 9 Νοεμβρίου 2011
- ※ Η μητέρα του θύματος επέβαλε τη σύναψη του γάμου με τον Mohammad μετά από πρόταση ενός τοπικού προξενευτή, αφού προηγήθηκε διακανονισμός για την προικοδότηση.
- Αλέκος Μάρκελλος, Αυστραλία: Για πρώτη φορά καταδίκη μητέρας για εξαναγκασμό της κόρης σε γάμο – Τη δολοφόνησε ο γαμπρός, ertnews.gr, 29 Ιουλίου 2024
- ※ Ανύπαντρος προξενευτής, για λόγου του πασκίζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία προξενευτής
→ δείτε τη λέξη προξενητής |