προξενεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προξενεύω < αρχαία ελληνική πρόξενος[1] + -εύω[1] ή αρχαία ελληνική προξενεύω[2]
Ρήμα
επεξεργασίαπροξενεύω
- γίνομαι προξενητής ή προξενήτρα κάνοντας προξενιό
- (προφορικό, κατ’ επέκταση) μεσολαβώ για το κλείσιμο συμφωνίας (επιχειρηματικής, εμπορικής ή άλλης)
Συγγενικά
επεξεργασία- απροξένευτα
- απροξένευτος
- → δείτε τις λέξεις πρόξενος, προ και ξένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία προξενεύω
|
- ↑ 1,0 1,1 προξενεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προξενεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)