προνουντσιαμέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προνουντσιαμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική pronunciamento
Ουσιαστικό επεξεργασία
προνουντσιαμέντο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προνουντσιαμέντο
|
προνουντσιαμέντο ουδέτερο
|