Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προλιμήν οἱ προλιμένες
      γενική τοῦ προλιμένος τῶν προλιμένων
      δοτική τῷ προλιμένι τοῖς προλιμέσι(ν)
    αιτιατική τὸν προλιμένα τοὺς προλιμένας
     κλητική ! προλιμήν προλιμένες
3η κλίση, Κατηγορία 'ποιμήν' όπως «ποιμήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προλιμήν (μαρτυρείται από το 1883) [1] < → και δείτε τη λέξη προλιμένας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προλιμήν, -ένος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 848, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου