προκλητικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προκλητικότης | αἱ | προκλητικότητες | ||||
γενική | τῆς | προκλητικότητος | τῶν | προκλητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | προκλητικότητι | ταῖς | προκλητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προκλητικότητα | τὰς | προκλητικότητας | ||||
κλητική ὦ! | προκλητικότης | προκλητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προκλητικότης (μαρτυρείται από το 1892) [1] < προκλητικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροκλητικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 847, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου