↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεπισκόπηση οι προεπισκοπήσεις
      γενική της προεπισκόπησης των προεπισκοπήσεων
    αιτιατική την προεπισκόπηση τις προεπισκοπήσεις
     κλητική προεπισκόπηση προεπισκοπήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεπισκόπηση < προ- + επισκόπηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προεπισκόπηση θηλυκό

  1. το να βλέπει κανείς ποια θα είναι τα αποτελέσματα των αλλαγών του σε μια ιστοσελίδα πριν τις αποθηκεύσει
  2. προεπισκόπηση εκτύπωσης: το να βλέπει κανείς στην οθόνη του ποια εμφάνιση θα έχει ένα εκτυπωμένο έγγραφο πριν το εκτυπώσει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία