προεπισκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προεπισκόπηση | οι | προεπισκοπήσεις |
γενική | της | προεπισκόπησης | των | προεπισκοπήσεων |
αιτιατική | την | προεπισκόπηση | τις | προεπισκοπήσεις |
κλητική | προεπισκόπηση | προεπισκοπήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεπισκόπηση < προ- + επισκόπηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροεπισκόπηση θηλυκό
- το να βλέπει κανείς ποια θα είναι τα αποτελέσματα των αλλαγών του σε μια ιστοσελίδα πριν τις αποθηκεύσει
- προεπισκόπηση εκτύπωσης: το να βλέπει κανείς στην οθόνη του ποια εμφάνιση θα έχει ένα εκτυπωμένο έγγραφο πριν το εκτυπώσει