προεπισκόπηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προεπισκόπηση < προ- + επισκόπηση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προεπισκόπηση θηλυκό
- το να βλέπει κανείς ποια θα είναι τα αποτελέσματα των αλλαγών του σε μια ιστοσελίδα πριν τις αποθηκεύσει
- προεπισκόπηση εκτύπωσης: το να βλέπει κανείς στην οθόνη του ποια εμφάνιση θα έχει ένα εκτυπωμένο έγγραφο πριν το εκτυπώσει