Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προεξόφλημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
προεξόφλημα
τα
προεξοφλήμα
τ
α
γενική
του
προεξοφλήμα
τ
ος
των
προεξοφλημά
τ
ων
αιτιατική
το
προεξόφλημα
τα
προεξοφλήμα
τ
α
κλητική
προεξόφλημα
προεξοφλήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προεξόφλημα
<
προεξοφλώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προεξόφλημα
ουδέτερο
(
σπάνιο
)
ό,τι
προεξοφλείται
ή
έχει προεξοφληθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προεξόφλημα